- δόσεις, πώληση με-
- Ειδική μορφή καταναλωτικής πίστωσης, που επιτρέπει στον αγοραστή να αποκτήσει ένα εμπόρευμα καταβάλλοντας στον πωλητή μόνο ένα μέρος της τιμής του, με την υποχρέωση να πληρώσει το υπόλοιπο σε έναν καθορισμένο αριθμό δόσεων, σε κανονικά διαστήματα. Το σύστημα των π. με δ. διαδόθηκε στις τελευταίες δεκαετίες και εμφανίζεται ως μια όψη των σύγχρονων συνηθειών και πρακτικών, προκαλώντας ερμηνείες και μελέτες οικονομικού και κοινωνιολογικού χαρακτήρα. Χωρίς αμφιβολία η π. με δ. επιτρέπει σε όλο και πιο πλατιά στρώματα της κοινωνίας vα αποκτήσουν μεγάλο αριθμό αγαθών και στις επιχειρήσεις να δρουν σε μια πολύ ευρύτερη αγορά, επωφελούμενες από τα πλεονεκτήματα της μαζικής παραγωγής. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι το σύστημα αυτό μπορεί να μετατραπεί σε παρότρυνση στην απρονοησία ή ακόμα σε φορέα πληθωρισμού. Για την περίπτωση αυτή, δεν είναι αστήριχτες οι γνώμες εκείνων που αποδίδουν σε αυτή τη μορφή πίστωσης τόσο την εντυπωσιακή ανάπτυξη που σημείωσε η βιομηχανία αυτοκινήτων στις ΗΠΑ κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. όσο και τη βαρύτατη κρίση που έπληξε την αμερικανική οικονομία το 1929. Βασικό φραγμό στις π. με δ. αποτέλεσε η ανάγκη να αποφεύγεται η μετατροπή τους σε απλή προκαταβολική κατανάλωση του μελλοντικού εισοδήματος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αγοράς αγαθών άμεσης κατανάλωσης με δόσεις (π.χ. ειδών διατροφής). Από την άλλη, πληθωριστικές τάσεις λίγο ή πολύ επικίνδυνες μπορεί επίσης να προκύψουν από την υπέρμετρη επέκταση των π. με δ. στον τομέα των αγαθών διαρκείας, όπως είναι, για παράδειγμα, τα διαμερίσματα, τα αυτοκίνητα, οι οικιακές ηλεκτρικές συσκευές κλπ. Γι’ αυτό σε διάφορες χώρες έχουν συχνά υιοθετηθεί μέτρα που αποβλέπουν στον καθορισμό του ελάχιστου ποσοστού στην τιμή του εμπορεύματος που πρέπει να καταβληθεί κατά την αγορά και του μέγιστου αριθμού των δόσεων στον οποίο μπορεί να κατανεμηθεί η πληρωμή του υπόλοιπου χρηματικού ποσού.
Dictionary of Greek. 2013.